Θωμάς εκ Κέμπης

Αναζήτησα την γαλήνη παντού και πουθενά δεν τη βρήκα, παρά σε μια γωνιά μ'ένα βιβλίο. (Θωμάς ο εκ Κέμπης, 1471)

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2019

«Ο Στόουνερ», John Williams




Εκδόσεις Gutenberg, 2017
Σελ. 409
Μετάφραση Αθηνά Δημητριάδου


Στις 13 Ιουνίου 1963, ο Αμερικανός συγγραφέας John Williams (1922-1994), έγραψε μια επιστολή από το πανεπηστήμιο του Ντένβερ όπου δίδασκε Αγγλική φιλολογία, προς την ατζέντη του Marie Rodell, με στόχο να υπερασπιστεί το βιβλίο του με τίτλο «Stoner», για το οποίο η πράκτορας είχε μάλλον αρνητική προδιάθεση. Μεταξύ άλλων έγραφε:

«…Υποψιάζομαι ότι συμφωνώ μαζί σας για τις εμπορικές δυνατότητες, αλλά υποψιάζομαι επίσης ότι το μυθιστόρημα μπορεί να μας εκπλήξει από αυτή την άποψη. Δεν έχω ψευδαισθήσεις ότι θα είναι «μπεστ σέλερ» ή κάτι τέτοιο, αλλά αν το χειριστούμε σωστά (αυτό είναι πάντα το θέμα), δηλαδή αν ο εκδότης δεν το θεωρήσει απλώς άλλο ένα ακαδημαϊκό μυθιστόρημα.……, μπορεί να έχει μια αξιοθαύμαστη εμπορική πορεία. Το μόνο πράγμα για το οποίο είμαι βέβαιος, είναι ότι είναι ένα καλό μυθιστόρημα, με το χρόνο μπορεί ακόμη και να θεωρηθεί ως ένα ουσιαστικά καλό».

Τελικά «Ο Στόουνερ» εκδίδεται το 1965 (Viking Press), και ενώ λαμβάνει λίγες αλλά από αξιοπρεπείς έως πολύ καλές κριτικές, εμπορικά αποτυγχάνει και δεν επανεκδίδεται. Από τον επόμενο κιόλας χρόνο περνάει στην λήθη ακόμη και των πιο ψαγμένων αναγνωστών.

Επτά χρόνια αργότερα ο Williams θα κερδίσει το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου με το μυθιστόρημα του «Αύγουστος». Αυτή θα είναι και η μεγαλύτερη εκδοτική στιγμή του, αν και ο ίδιος θα προτιμήσει να απουσιάσει από την τελετή. Την ίδια χρονιά «Ο Στόουνερ» έρχεται στην Αγγλία (1973, Longman), ενώ θα ακολουθήσει επανέκδοση του το 2003 (Vintage).

Όμως εμπορικά η επιτυχία θα έρθει το 2011, σαράντα έξι χρόνια μετά την πρώτη έκδοση και δεκαεπτά χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα. Η Γαλλίδα συγγραφέας και μεταφράστρια Anna Gavalda, θα μεταφράσει το έργο στα Γαλλικά και ξαφνικά θα γίνει μια από τις μεγαλύτερες εκδοτικές επιτυχίες, αρχικά στην Γαλλία και την συνέχεια στην Ολλανδία και σε όλη την Ευρώπη. Το newyorker.com το 2013 ονόμασε τον Στόουνερ «The greatest American novel you have never heard of». Οι Έλληνες εκδότες θα καθυστερήσουν, αλλά το 2017 έχουμε την πρώτη ελληνική έκδοση στα χέρια μας (Gutenberg, μτφ. Αθηνά Δημητριάδου). Στον κόσμο των βιβλιόφιλων «Ο Στόουνερ» λαμβάνει την θέση του κλασικού έργου αν και το αναγνωστικό κοινό συνεχίζει να είναι διχασμένο. Θα λέγαμε μάλιστα ότι πρόκειται για βιβλίο που ή θα μισηθεί ή θα αγαπηθεί. Αυτή όμως η απουσίας δυνατότητας μέτριας ή χλιαρής άποψης, δείχνει ακριβώς την λογοτεχνική του αξία. Είμαστε από αυτούς που θεωρούν ότι «Ο Στόουνερ» είναι λογοτεχνικό αριστούργημα και κατατάσουν τον Willliams ως έναν συγγραφέα που πέτυχε αυτό που όλοι οι συγγράφεις ονειρεύονται. Να γοητεύσει με την απλότητα και χωρίς επιτήδευση.

Το βιβλίο πραγματεύεται την ζωή του Γουίλιαμ Στόουνερ, από την φτώχια και τα χωράφια της Αμερικάνικης επαρχίας μέχρι την ακαδημαϊκή καριέρα και τον όχι και τόσο επιτυχημένο γάμο του. Και τι λογοτεχνικό ενδιαφέρον μπορεί να παρουσιάζει ένας μέτριος καθημερινός βίος όπως εκατομμύρια ανθρώπων; Γιατί πρέπει να μας ενδιαφέρει ο αγώνας για επιβίωση και η παράνομη ερωτική του σχέση; Και πως μπορούν να αποτελούν μυθιστορηματική πλοκή οι αντιθέσεις στην επαγγελματική του ζωή ή το μεγάλωμα του παιδιού του; Ο συγγραφέας θα κλιμακώσει αυτό το ερώτημα από τις πρώτες κιόλας σελίδες.

«Αν τύχει και κάποιος φοιτητής συναντήσει το όνομα Γουίλιαμ Στόουνερ, ενδέχεται να αναρωτηθεί γενικά και αόριστα ποιος ήταν αυτός· η περιέργεια του πάντως σπάνια θα ξεπεράσει το επίπεδο της απλής ερώτησης. Οι συνάδελφοι του Στόουνερ, οι οποίοι δεν του είχαν ιδιαίτερη εκτίμηση όσο ζούσε, τώρα πια τον αναφέρουν σπανίως· στους μεγαλύτερους το όνομά του λειτουργεί ως υπενθύμιση του αναπόφευκτου για όλους τέλους, για τους νεότερους είναι απλώς ένας ήχος που δεν ανακαλεί τίποτε από το παρελθόν ούτε τους θυμίζει κάποιον που είχε σχέση με τους ίδιους ή τη σταδιοδρομία τους».

Ίσως για κάποιους η λογοτεχνία να είναι τρόπος να ξεφύγουν από την ζωή. Δεν συνιστούμε σε αυτούς αυτό το βιβλίο. Για όσους όμως η λογοτεχνία είναι η ίδια η ζωή, ο καθρέπτης της καθημερινότητας και που ανεξάρτητα από το είδος ανάγνωσης βρίσκουν πάντα τα μαθήματα που τους λείπουν αλλά και λατρεύουν τον ιστό της ταύτισης που γίνεται κάθε φορά διαβάζοντας και που κάθε φορά οδηγεί στην απελευθέρωση, το βιβλίο αυτό θα αποτελέσει σίγουρα ένα τρομερό εφόδιο. Για όσους ανήκουν σε αυτούς που βλέπουν την ανάγνωση ως απόλαυση (όπως και ο ίδιος ο Στόουνερ) θα έρθουν αντιμέτωποι με ένα τεχνικά άρτιο κείμενο, με μια εξαιρετική απλότητα λόγου, μια σταθερή ροή που χωρίς να πιέζει ή να εκβιάζει τον αναγνώστη του επιτρέπει να βιώσει όλα εκείνα τα συναισθήματα που είναι απαραίτητα για να είναι η ζωή αληθινή.

Φυσικά η ζωή έχει πρωτίστως συναισθήματα πικρίας και θλίψης (αφού χωρίς ταπείνωση δεν υπάρχει εξέλιξη) και αυτά κυριαρχούν στο βιβλίο. Κάποιοι «κατηγόρησαν» τον Στόουνερ ότι πρόκειται απλά για το χρονικό της ζωής ενός αποτυχημένου. Ο ίδιος ο Γουίλιαμς σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του που έδωσε το 1985 είπε:

«Κατά τη γνώμη μου (ο Στόουνερ), είναι ήρωας με όλη τη σημασία της λέξης. Πολλοί από αυτούς που διάβασαν το βιβλίο σχημάτισαν την εντύπωση ότι ο Στόουνερ έζησε μια κακή και θλιβερή ζωή. Το βέβαιο είναι ότι έζησε καλύτερα από τον περισσότερο κόσμο».

Σύμφωνα με τον John McGahern ο οποίος προλογίζει την έκδοση, η κεντρική ιδέα του βιβλίου είναι ο έρωτας σε όλες τις πτυχές του. Στο εξαιρετικό επίμετρο του στην ίδια έκδοση, ο Άρης Μπερλής αντιπαραθέτει ως κεντρική ιδέα την αναπόδραστη τραγικότητα της ζωής. Για εμάς συνυπάρχουν σε ισόποσες δόσεις τόσο ο έρωτας όσο και η τραγικότητα των ηρώων, όπως η φιλία και η πατρότητα. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι για τον ίδιο τον Στοουνερ δεν υπάρχει κεντρική ιδέα. Ο Στόουνερ ζει και δεν τον απασχολεί αν ζει καλά ή άσχημα και αυτό γιατί επέλεξε απλά να ζει.


 

 

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

«Μοναχοπαίδι», Αλεξάνδρα Σωτηράκογλου





Εκδόσεις Βακχικόν, 2016
38 σελ.


Η πρώτη ποιητική συλλογή της Αλεξάνδρας Σωτηράκογλου με τίτλο «Μοναχοπαίδι», μας ενθουσίασε όχι μόνο γιατί είναι βγαλμένη μέσα από την ψυχή της ποιήτριας, (όπως άλλωστε σχεδόν όλες οι πρώτες συγγραφικές απόπειρες και ειδικά στην ποίηση), αλλά και για την άρτια τεχνική και χρήση της ποιητικής φόρμας.

Σαν μια επιστολή, έναν φόρο τιμής σε έναν αγέννητο αδερφό και την οικογένεια του, το «Μοναχοπαίδι» υποβάλει σε έντονα συναισθήματα που εναλλάσσονται μεταξύ θλίψης, αισιοδοξίας (που όμως τελειώνει σύντομα), κυνισμού και συγκίνησης.

Κοιμούνται, δε θα ανοίξω φως.
Θεωρητικά μου είναι οικείος ο χώρος – στο σκοτάδι
(νομίζεις πως ξέρεις το σπίτι που μεγάλωσες)


Η ποιήτρια, επιλεκτικά αθυρόστομη, άλλοτε για να ξορκίσει και άλλοτε για να χλευάσει.

…υπάρχει ένα όνομα για αυτόν
που κυνηγάει τον πόνο….
…Λέγεται μαλάκας


Παλεύω τουλάχιστον για την Δευτέρα
(να μην έρθει)
Η πουτάνα πάντα έρχεται 


Εξαιρετική και στην μετάδοση συναισθημάτων
 
Βιώνω μια απίστευτη ένταση
-παρά τον υποτονικό τρόπο ζωής μου


αλλά και των εικόνων 

Όταν περιμένω τα λεωφορεία
Λιώνω ξένα αποτσίγαρα στο πεζοδρόμιο…


Αν το ζητούμενο στην ποίηση, είναι ο κάθε αναγνώστης να βρει τον εαυτό του μέσα από αυτή, τότε για εμάς η Σωτηράκογλου κατορθώνει να μας το δώσει στον μέγιστο βαθμό. Αν πάλι κάποιος θέλει απλά να περάσει καλά, αξίζει να διαβάσει το «Μοναχοπάιδι» γιατί σέβεται την αισθητική ενώ κατορθώνει να είναι άρτιο τεχνικά.

Μια συλλογή από τις ελπιδοφόρες για το μέλλον της ελληνικής ποίησης.


Η Αλεξάνδρα Σωτηράκογλου γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου του 1990 στη Θεσσαλονίκη. Πήρε πτυχίο στην Παιδαγωγική και εργάζεται ως δασκάλα. Παράλληλα παρακολουθεί το Μεταπτυχιακό Δημιουργικής Γραφής που διοργανώνει το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας.

Μεγάλωσε σε χωριό δίχως βιβλιοθήκη πράγμα που σημαίνει πως έπρεπε να φτιάξει τη δική της ψάχνοντας, αγοράζοντας και παραγγέλνοντας σε μια εποχή δίχως ίντερνετ ή κάποια καθοδήγηση. Έτσι, κάνοντας κυρίως λάθος επιλογές, διάβασε βιβλία από όλα τα είδη και βρήκε πράγματα που της αρέσουν στο κάθε ένα ξεχωριστά.

Με την ποίηση ήρθε σε επαφή εντελώς τυχαία, όταν στα δέκα της έπεσε πάνω σε μια συλλογή του Καβάφη και διάβασε τα "Τείχη". Έκτοτε μπήκε σε ένα παιχνίδι αναζήτησης, ώστε να φτάσει σήμερα να έχει προτίμηση στην αγγλόφωνη γυναικεία ποίηση.

Ως δασκάλους της αναγνωρίζει τον Ρίλκε, τον Έλιοτ και τον Πάουντ. Θεωρεί πως πιο σημαντικό είναι και θα είναι κάποιος να διαβάζει, παρά να γράφει.

 

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2018

«Το τελευταίο τραγούδι του Ντύλαν», Κώστας Δρουγαλάς

Εκδόσεις Πικραμένος , 2016
σελ. 288
 
 
...«αλλά να θυμάσαι πως είσαι άνθρωπος με ιδέες, κι αν θες τη γνώμη μου, σε συμβουλεύω να μην τις ξεχάσεις ποτέ. 'Αλλοι γεννιούνται και πεθαίνουν χωρίς να πιστέψουν ποτε και σε τίποτα. Έχουν όμως την αίσθηση πως θα ζήσουν για πάντα. Η αθανασία είναι η πιο θλιβερή επινόηση των ζωντανών».
 
...«Μερικές φορές ό,τι κι αν κάνουμε, απλώς δεν αρκεί. Άλλες φορές πάλι κάνουμε τα πάντα, και πάλι δεν φτάνει».

 Όσοι μας διαβάζουν θα έχουν καταλάβει ότι αντιμετωπίζουμε με δυσπιστία την ελληνική λογοτεχνία. Ένας από τους λόγους που αυτό συμβαίνει, είναι γιατί σε μεγάλο βαθμό οι σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς αντιγράφουν τους ξένους, σε ότι αφορά την καθημερινότητα των ηρώων, τις εικόνες, τους χώρους, τις συνήθειες, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η δυνατότητα ταύτισης μας με αυτούς. Ενώ δηλαδή το βιβλίο μπορεί να είναι εξαιρετικό, τελικά δεν αποκομίζουμε όφελος από την πατρότητα του. Διαβάζουμε κάτι ελληνικό αλλά ταυτόχρονα ξένο για εμάς. 

«Το τελευταίο τραγούδι του Ντύλαν» όμως δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Είναι μια ιστορία για την κρίση, την κρίσης της Ελλάδας, την οικονομική κρίση, την κρίση αξιών, την κρίση ανθρωπισμού. Διαδραματίζεται εδώ, και μας δείχνει ζωντανές τις εικόνες που ξέρουμε, που έχουμε όλοι βιώσει. Έχει τις ίδιες αναμνήσεις με εμάς και κάνει τα ίδια όνειρα για το μέλλον. 

Στην Θεσσαλονίκη της κρίσης, σε μια γειτονιά, συνυπάρχουν άνθρωποι που το μόνο που τους ενώνει είναι οι κατεστραμμένες ζωές τους. Μια μητέρα με κατάθλιψη και τάσεις αυτοκτονίας, ένας γιος πλανόδιος μουσικός, εμπνευσμένος από το έργο του Μπομπ Ντίλαν και ο αδερφός του να προσπαθεί με δυο δουλείες, να σώσει την αστική τους υπόσταση. Ένας βίαιος πατέρας με μια φοβισμένη γυναίκα και μια κόρη που προσπαθεί να ξεφύγει και να χρωματίσει το κόσμο. Ένας αστυνομικός θέλει να αναλάβει το ρόλο του φύλακα άγγελου των ανθρώπων για να ξορκίσει την διαλυμένη του ζωή. Στο φόντο οι άστεγοι της κρίσης, νέοι και παλιοί, απλά υπάρχουν, έχοντας αποδεχθεί της ίδια τους την άστεγη ύπαρξη. 

«Το τελευταίο τραγούδι του Ντύλαν» δεν είναι ένα μυθιστόρημα μόνο για την σύγχρονη Ελλάδα και την οικονομική κρίση. Πίσω απο αυτή την αφορμή υπάρχει το δεύτερο επίπεδο, αυτό των χαμένων αξιών της σύγχρονης ζωής. Μέσα από την καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων, βλέπουμε την ίδια ανθρώπινη φύση, την πλεονεξία, την βία, τον εγωισμό αλλά και την ανάγκη για επιβίωση, τα όνειρα και την ελπίδα.  

Ο Κώστας Δρουγαλάς εντυπωσιάζει και τεχνικά, με μεστή γλώσσα και ισορροπία ανάμεσα στις περιγραφές και τους διαλόγους. Κατορθώνει να διατηρήσει από την αρχή μέχρι το τέλος έναν εξαιρετικό, σχεδόν κινηματογραφικό ρυθμό. Δημιουργώντας ένα από τα βιβλία που διαβάσαμε με τον πιο γρήγορο αναγνωστικό ρυθμό και που το κατατάξαμε στην πεντάδα των αγαπημένων μας ελληνικών μυθιστορημάτων.

Ακολουθεί συνέντευξη που ευγενικά μας παραχώρησε ο συγγραφέας:
 
Κώστα, γιατί πήρες την απόφαση να γράψεις και να εκδόσεις ένα βιβλίο;
Πρώτα ένιωσα την ανάγκη της έκφρασης μέσω της συγγραφής κι ύστερα από καιρό αισθάνθηκα έτοιμος να εκτεθώ ενώπιον του αναγνωστικού κοινού. Όλα όμως έχουν να κάνουν με την παλιά ανάγκη: ένα βιβλίο αποτελεί γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη. Αυτή η παλιά ανάγκη είναι η απάντηση.

Η ιστορία είναι εξαιρετικά ρεαλιστική. Υπάρχουν βιογραφικά ή αυτοβιογραφικά στοιχεία;
Η ιστορία είναι ρεαλιστική, γιατί πραγματεύεται καταστάσεις που υπάρχουν δίπλα μας και μέσα μας: η αποσάθρωση του κοινωνικού ιστού, οι νεοάστεγοι, η κατάθλιψη, η οικογενειακή αποδιοργάνωση, η φυγή από τη σκληρή πραγματικότητα και η λύτρωση μέσα από την αγάπη και την τέχνη, σίγουρα λένε πολλά στους περισσότερους από εμάς.

Οφείλω να σου πω ότι η ροή του λόγου σου είναι άρτια. Οι περιγραφές και οι διάλογοι πλήρως ισορροπημένοι, με αποτέλεσμα το βιβλίο να μην κουράζει ενώ την ίδια στιγμή να είναι περιεκτικό. Γνωρίζω ότι είσαι φιλόλογος και διορθωτής. Πιστεύεις ότι η τεχνική αρτιότητα βοηθάει έναν συγγραφέα και τελικά ένα βιβλίο να βγει καλό ή πιστεύεις πιο πολύ στο συναίσθημα και στο πάθος και ας υπάρχουν και μερικά τεχνικά λάθη;
Η απάντηση βρίσκεται στη μέση, αφού η λογοτεχνία χρειάζεται ένα επαρκές απόθεμα και από τα δύο: από τη μία, χωρίς την τεχνική, το αποτέλεσμα φαντάζει σαν έναν σωρό κακογραμμένες ή μισοτελειωμένες σελίδες· από την άλλη, χωρίς το συναίσθημα, η κατάληξη μοιάζει παγωμένη, αποστεωμένη. Στο συγκεκριμένο κομμάτι η λογοτεχνία μοιάζει με τη ζωή: θέλει διορθώσεις και αλλαγές για να έρθει η ισορροπία.

Παρόλο που η θεματολογία του θα το δικαιολογούσε, τελικά το βιβλίο σου, τουλάχιστον έτσι το εξέλαβα εγώ, δεν αποτελεί φωνή καταγγελίας ή διαμαρτυρίας. Αποτυπώνει μια πραγματικότητα και «πετάει το μπαλάκι» στον αναγνώστη για την περαιτέρω κρίση και απόδοση ή όχι ευθυνών. Είναι έτσι;
Το μυθιστόρημα σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί φωνή καταγγελίας ή διαμαρτυρίας. Εάν δίνει τη συγκεκριμένη εντύπωση, τότε νομίζω πως ο λογοτεχνικός στόχος δεν επετεύχθη ολοκληρωτικά. Κανένας συγγραφέας δεν δικαιούται τον τίτλο του σοφού δημογέροντα μόνο και μόνο επειδή έγραψε μερικές αράδες που άρεσαν στον κόσμο. Όσο για τον αναγνώστη, καλό είναι να βγάζει τα δικά του συμπεράσματα και να μην καθοδηγείται από συγγραφικές φενάκες. Άλλωστε, όπως υποστήριζε κι ο Πασκάλ, οι άνθρωποι πείθονται πιο εύκολα από εξηγήσεις που ανακαλύπτουν μόνοι τους.

Τελικά ο κάθε ένας χρειάζεται τον δικό του Μπομπ Ντίλαν για να βρει την αλήθεια του;
Πολλοί άνθρωποι χρειάζονται τον δικό τους Ντύλαν, τον φάρο που θα τους οδηγήσει με ασφάλεια στο πλησιέστερο λιμάνι. Ωστόσο οι μέντορες –όπως κι ο σπουδαίος Αμερικανός τραγουδοποιός στο βιβλίο– μπορούν μόνο να βοηθήσουν κι όχι να βρουν τη λύση, αφού όλα είναι υποκειμενικά: αυτό το γνωρίζει πολύ καλά τόσο ο Ντύλαν του μυθιστορήματος όσο κι ο Ντύλαν της πραγματικότητας. Ο καθένας θα πρέπει να κοιτάξει μέσα του για την αλήθεια. Ή αλλιώς, για να το πούμε με τα λόγια του Τσαρλς Μπουκόφσκι: «Οφείλουμε να φέρουμε το δικό μας φως στο σκοτάδι».

Ποια είναι η γνώμη σου για την σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία; Υπάρχουν καλά έργα; Είναι αρκετά;
Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία έχει να επιδείξει πολύ αξιόλογα δείγματα σε όλες τις μορφές του λόγου, απλώς σε αρκετές περιπτώσεις θα πρέπει να «σκάψουμε» βαθιά για να τα βρούμε. Ωστόσο, για έναν επαρκή αναγνώστη, τα καλά βιβλία ποτέ δεν είναι αρκετά.

Ποιος είναι ο αγαπημένος σου ξένος και ποιος Έλληνας συγγραφέας;
Από τους ξένους θα επέλεγα τον Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ κι από τους Έλληνες τον Ισίδωρο Ζουργό. Και οι δύο έχουν κάτι κοινό: διαβάζοντάς τους αισθάνομαι ότι μπορώ να μπω στη διανοητική κατάσταση του δημιουργού.

Ποια είναι τα πέντε πιο αγαπημένα σου βιβλία, αυτά που θα έπαιρνες αν έπρεπε να περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου με αυτά σε ένα ξερονήσι;
Η ερώτηση είναι πολύ δύσκολη, αφού την επόμενη κιόλας στιγμή η λίστα θα μπορούσε να αλλάξει:
«Ο φύλακας στη σίκαλη», Τζ. Ντ. Σάλιντζερ
«Ηλιόπετρα», Οκτάβιο Πας
«Ο άρχοντας των μυγών», Ουίλλιαμ Γκόλντινγκ
«Το βιβλίο της ανησυχίας», Φερνάντο Πεσσόα
«Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή», Ράινερ Μαρία Ρίλκε

Ετοιμάζεις κάτι συγγραφικό στο μέλλον;
Πολύ φοβάμαι πως όχι. Ό,τι έχω γράψει από το Τελευταίο τραγούδι του Ντύλαν κι ύστερα, το πιο πιθανό είναι να καταλήξει στο συρτάρι. Θα εκτεθώ όταν νιώσω ξανά έτοιμος, ωστόσο νομίζω πως η ώρα αυτή θα αργήσει να έρθει.
 

Σάββατο 25 Αυγούστου 2018

«Ακόμη στον παράδεισο», Αντωνία Κώστα Φώτη

 
Εκδόσεις Ένεκεν
Σελίδες 168
 
Από το οπισθόφυλλο:
Γεννήθηκα έναν Αύγουστο. Δεν ήταν ο πιο ζεστός Αύγουστος που γνώρισε ποτέ η γη. Ήταν ένας συνηθισμένος Αύγουστος, ενός μάλλον συνηθισμένου χρόνου, καυτός και ιδρωτικός παρόλα αυτά. Η επιφανειακή κανονικότητα των εξωτερικών συνθηκών δεν πρέπει να ξεγελά: ήταν ένας περίεργος χρόνος. Λίγους μήνες μετά, θα ακολουθούσε η ρήξη του τείχους της ντροπής και η Βελούδινη επανάσταση, 21 ακριβώς χρόνια μετά την άνοιξη της Πράγας. Αυτά είναι μερικά μόνο, από τα γεγονότα που συνέβησαν εκείνη τη χρονιά και που αφορούν κι εμένα κι Εκείνη με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Εκείνη την εποχή βρισκόμουν σε μια γλυκιά απομόνωση που παραβίαζαν μονάχα οι επισκέψεις των πλασμάτων που με έτρεφαν. Δεν με ενδιέφερε ακόμα καμία λεπτομέρεια του κόσμου τους. Δεν σκόπευα να μείνω για πολύ.
Μόλις απέκτησα μια ορισμένη οικειότητα με το μέρος και δυνάμωσα σχετικά, άρχισα να χαρτογραφώ το γύρω περιβάλλον. Περιφερόμουν μέσα σε μια προστατευτική φούσκα, κληρονομιά της σολιψιστικής μου ύπαρξης. Αν ήθελα, μπορούσα να απλώσω τα χέρια μου προσεκτικά και να τα βγάλω έξω δοκιμάζοντας να αγγίξω τον γύρω κόσμο, χωρίς να κινδυνεύω να την σπάσω.
 
Αν και γενικά είμαστε επιφυλακτικοι απέναντι στην σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι κατά καιρούς βγαίνουν αριστουργήματα. Η συζήτηση για το πιο είναι καλό βιβλίο και πιο κακό, μπορεί να καταλήξει ατέρμονη. Όμως ένα είναι το σίγουρο. Για να είναι καλό ένα βιβλίο, δεν πρέπει να μιμείται.

 
Σε αντίθεση με μια σειρά βιβλίων, τόσο ελληνικών όσο και ξένων, που τα τελευταία χρόνια προσπαθούν να αντιγράψουν άλλους συγγραφείς και concept, με σκοπό το πολυπόθητο best seller, η Αντωνία Κώστα Φώτη γράφει ένα πρωτότυπο βιβλίο και εντυπωσιάζει με την πρώτη συγγραφική της προσπάθεια.
 
Πρόκειται για ένα αμιγώς φιλοσοφικό μυθιστόρημα που χρησιμοποιεί την φόρμα του εσωτερικού μονολόγου και που μοιράζεται μεταξύ των υπαρξιακών και των λογοτεχνικών αναζητήσεων.
 
Μια ανθρώπινη ύπαρξη (καθώς δεν μας αποκαλύπτεται αν υπάρχει φύλο), θα ξεκινήσει την αφήγηση της ζωής της και μέσα από αυτή θα ξετυλιχθούν με κάθε λεπτομέρεια και θα υποστούν την αντικειμενική κριτική οι υπαρξιακές αναζητήσεις, οι κοινωνικές δομές, το εκπαιδευτικό σύστημα, η διαπαιδαγώγηση και  όλες οι καθημερινές έννοιες και πραγματικότητες που συνήθως βιώνουμε με συγκατάβαση και παραδιδόμαστε σε αυτές. Με λυρισμό και βαθύ συναισθηματισμό θα παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του ατόμου και την αναζήτηση της ταυτότητας του. Βοήθεια στις αναζητήσεις ,θα μας προσφέρει η λογοτεχνία και πιο συγκεκριμένα όλοι οι μεγάλοι λογοτέχνες, οι οποίοι θα δώσουν το παρόν για να μας βοηθήσουν να αντιληφθούμε την δύναμη της λογοτεχνίας στην ζωή μας, δύναμη συχνά υποτιμημένη. Τέλος ο έρωτας θα είναι η κινητήριος  δύναμη που θα μας οδηγήσει στο τέλος.
 
«Αυτό που πρέπει να ξέρεις για τους ανθρώπους, ίσως το μοναδικό που πρέπει να ξέρεις, είναι πως μπορούν να σε αγαπήσουν ή να σε σκοτώσουν. Ή και τα δύο μαζί»
 
«Γιατί η λογοτεχνία με έσωσε. Όχι από αυτό από αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν απλουστευτικά τρέλα ή παραλογισμό. Όχι. Με έσωσε από τις κοσμικές τους θεραπείες, από τις ενέσεις βενζοδιαζεπινών και το διαρκές τρέμουλο της αλλοπεριδόλης, από τα σχόλια των ανθρώπων, από το κατά καιρούς αβάσταχτο βάρος της παραπάνω επίγνωσης».
 
Η γραφή της Αντωνίας Κώστα Φώτη είναι εξαιρετική σε ότι αφορά την αρτιότητα και την συμμετρία. Φροντίζει να είναι αναλυτική στις περίγραφες αλλά χωρίς να κουράζει, ενώ στον λόγο ακροβατεί ανάμεσα στον λυρισμό και τον ρεαλισμό, δίνοντάς πότε γλαφυρές και πότε σκληρές εικόνες.
 
Το «Ακόμη στον παράδεισο» είναι μια διαφορετική πρόταση. Είναι ένα βιβλίο που περιέχει τόσο μυθιστορηματικά και μυθοπλαστικά στοιχεία  όσο και φιλοσοφικές ιδέες. Πατάει όμως γερά στο στερέωμα χωρίς να γίνεται διδακτικό ή προσποιητό και χωρίς να είναι καθόλου μεθοδευμένο.
 
«Και διάβασε τη βασανισμένη γλώσσα του Φώκνερ που μασούσε το μολύβι του σκεφτικός, προσπαθώντας να αποσπάσει τον εαυτό του από το δημοφιλές και ομαλό γράψιμο της γενιά του,  και διάβασε την επική μέρα του Τζόις, και διάβασε τις αρχαιοπρεπείς τραγωδίες του Ρακίνα, και διάβασε τη συναισθηματικής δαιδαλότητα του Κάφκα, και διάβασε την εναργή και βαθιά σαν ωκεανό πρόζα του Φλωμπέρ, και διάβασε τον σουρεαλισμό του Μπέκετ, και διάβασε το ναρκωμένο ντελίριο του Γκίνσμπεργκ και του Κέρουακ, και διάβασε την χωροχρονική εντέλεια του Προύστ, και διάβασε τα λινπερτίνικα γραπτά του Ντε Σαντ και του Απολλιναίρ, και διάβασε του λεκτική εμβρίθεια του Ναμπόκωφ, και διάβασε τον παρακμιακό αισθησιασμό του Μωπασάν, και διάβασε την οξυδερκή ειρωνεία του Βολταίρου, και διάβασε την ευχάριστη αθυροστομία του Βοκάκιου, και διάβασε τον ελεγειακό ανθρωπισμό του Τόμας Μάν, και διάβασε τα θλιμμένα συμβόλαια του Μαζόχ, και διάβασε……»
 
Ακολουθεί συνέντευξη που ευγενικά μας παραχώρησε η συγγραφέας:

Αντωνία γειά σου! Γιατί πήρες την απόφαση να γράψεις και να εκδόσεις ένα βιβλίο;
Γειά σου Απόστολε! Γράφω από μικρή ηλικία, σχεδόν από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, οπότε το να εκδώσω ένα βιβλίο υπήρχε πάντα στο μυαλό μου. Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα είναι το πρώτο που ολοκλήρωσα και το πρώτο που αποφάσισα να εκδώσω γιατί ένιωσα πως είχε έρθει ο καιρός να δημοσιεύσω κάποια δουλειά μου.

 
Δεν θα χαρακτήριζα το βιβλίο σου δύσκολο, δεν μου αρέσει αυτός ο χαρακτηρισμός για βιβλία, αλλά σίγουρα δεν είναι ένα βιβλίο που μπορεί να διαβαστεί από όλους. Κατά την γνώμη μου χρειάζεται έναν αναγνώστη εκπαιδευμένο, φιλοσοφημένο ή στην άλλη άκρη κάποιον που να αναζητά νοήματα και αλήθειες. Είναι έτσι κατά την γνώμη σου;
Θα συμφωνήσω. Ούτε εμένα μου αρέσει να κατηγοριοποιώ κατά αυτόν τον τρόπο τα βιβλία. Ωστόσο έχεις δίκιο πως είναι ένα βιβλίο που έχει κάποιες απαιτήσεις από τον αναγνώστη χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν μπορεί κάποιος να το διαβάσει χωρίς να έχει φιλοσοφικό υπόβαθρο, μιας και το βιβλίο προσφέρει τροφή για σκέψη ανεξάρτητα από το αν καταφέρει κάποιος να διακρίνει ή όχι τις φιλοσοφικές καταβολές του. Για κάθε βιβλίο υπάρχει βέβαια ένας ιδανικός αναγνώστης. Ο ιδανικός αναγνώστης του Ακόμα στον Παράδεισο είναι ο βιβλιόφιλος και αυτός που απολαμβάνει την διακειμενική σύνθεση στη λογοτεχνία.

Ο Παύλος Σιδηρόπουλος είχε πει ότι «…ένα έργο από την στιγμή που θα φύγει από τα χέρια του δημιουργού του αποκτά δική ταυτότητα…». Στο δικό σου βιβλίο το ένιωσα αυτό πάρα πολύ έντονα. Δηλαδή ένιωσα την απουσία του συγγραφέα και το κεντρικό άτομο (καθώς δεν έχουμε φύλλο) να έχει προσωπικότητα, η οποία εξελίσσονταν αυτόνομα. Πιστεύεις ότι αυτό συνέβη στο βιβλίο σου και αν ναι το γνώριζες ότι θα συμβεί;
Συμφωνώ με το συγκεκριμένο απόφθεγμα. Κάθε φορά που τελειώνω τη συγγραφή ενός έργου, είτε αυτό είναι μεγάλης είτε μικρής φόρμας, αισθάνομαι πως ολοκληρώνεται η επαφη που είχα μαζί του και πως το ρίχνω στον κόσμο σαν έναν μήνυμα. Είναι μάλιστα αρκετά όμορφη εμπειρία να διαβάζεις γραπτά σου μετά από πολύ καιρό. Τότε νιώθεις πιο έντονα αυτή την αποκοπή του έργου από σένα και βλέπεις πως στέκεται αυτόνομο χωρίς να σε χρειάζεται πια. Είναι ίσως μια μεταφυσική προσέγγιση της λογοτεχνίας, αλλά μου αρέσει να πιστεύω πως κάθε βιβλίο κλείνει μέσα του ένα προσωπικό σύμπαν. Καθώς πλησίαζα στο τέλος του βιβλίου μου, ένιωσα πιο έντονα αυτό που περιγράφεις, την εξέλιξη δηλαδή του ήρωα μέσα στις σελίδες της ιστορίας. Ήξερα εν μέρει πως θα συμβεί καθώς ξεκίνησα να γράφω με αυτό το σκεπτικό, το να αναπτύξω δηλαδή την προσωπικότητα του κεντρικού προσώπου, αλλά στο τέλος η ίδια η ιστορία άρχισε να μου προσφέρει την εξέλιξη και εγώ το μόνο που είχα να κάνω ήταν να ενώσω γραμμικά τα κομμάτια της.
 
Ήδη προανέφερα ότι δεν γνωρίσαμε το φύλλο του πρωταγωνιστικού προσώπου. Θέλεις να μας το εξηγήσεις αυτό;
Πάντα με γοήτευε το να βρίσκω νέους τρόπους έκφρασης και να αποφεύγω τα λεκτικά κλισέ. Ήθελα να δημιουργήσω ένα κεντρικό πρόσωπο που να μην εγκλωβίζεται στα ανθρώπινα καλούπια. Ξεκίνησε ως πείραμα. Αρχικά στάθηκε απαιτητική η αποφυγή των έμφυλων καταλήξεων, των άρθρων και των αντωνυμιών που υπάρχουν παντού στην ελληνική γλώσσα, αλλά στην πορεία αυτός ο περιορισμός μου άνοιξε νέες διόδους έκφρασης και έκανε τις φράσεις περισσότερο πλούσιες. Το περιγράφω συχνά ως μια παραλλαγή της μεθόδου του λιπογράμματος, της εσκεμμένης δηλαδή εξαίρεσης ενός γράμματος από μια λογοτεχνική σύνθεση. Ήταν μια πρόκληση που κατέληξε να απελευθερώσει την ιστορία που ήθελα να αφηγηθώ. Καθώς έγραφα κατέρριψα πολλούς ακόμα περιορισμούς, ακολούθησα μια μεταμυθοπλαστική αφηγηματική πορεία και άρχισα να γράφω αφανίζοντας όσα θεωρούσα πως περιορίζουν την ανάπτυξη του κεντρικού προσώπου. Είναι παράλληλα και μια φιλοσοφική τοποθέτηση, ακολουθώντας κατά βάση την φιλοσοφία του υπαρξισμού.

 

 Σε ότι αφορά το τεχνικό μέρος του βιβλίου νομίζω ότι είναι από τα πιο άρτια που έχω διαβάσει. Χειρίζεσαι τον λόγο άψογα, τα συναισθήματα και οι εικόνες μεταδίδονται στον αναγνώστη αβίαστα, οι εικόνες και οι περιγραφές δεν κουράζουν ενώ είναι ζωντανές. Μίλησε μας λίγο για την κατάρτιση σου και για το αν πιστεύεις ότι είναι πιο σημαντικό για αν συγγραφέα, το πάθος τα βιώματα και το συναίσθημα ή η τεχνική αρτιότητα.

Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Δεν έχω κάποια συγκεκριμένη κατάρτιση,
πέραν της χρόνιας ενασχόλησης μου με την ανάγνωση λογοτεχνίας και το γεγονός ότι γράφω από μικρή ηλικία δοκιμάζοντας διάφορες τεχνικές, πασχίζοντας να βρω το προσωπικό μου ύφος. Πιστεύω πως πάνω από όλα ένας συγγραφέας, πέρα απο ευρεία ματιά και πληθώρα γνώσεων, χρειάζεται να έχει κάτι να πει. Να έχει μια ξεχωριστή ματιά πάνω στα πράγματα, να μπορεί να διακρίνει και να περισώζει τις λεπτομέρειες που οι άλλοι δεν βλέπουν. Το πάθος προκύπτει από αυτή την ματιά και όσα νιώθεις την ανάγκη να πεις και να αποτυπώσεις μέσω των γραπτών σου. Η τεχνική έρχεται μετά αλλά δεν παύει να είναι εξίσου σημαντική. Είναι το στοιχείο αυτό που μορφοποιεί τη λογοτεχνία ώστε να μπορεί να διαβαστεί από τους αναγνώστες. Πάθος μπορεί να συναντήσει κανείς και σε ένα ερωτικό γράμμα που γράφει κάποιος στην αγαπημένη του, χωρίς όμως αυτό να είναι λογοτεχνία. Αυτό που ξεχωρίζει τις επιστολές του Βέρθερου από ένα κοινό ερωτικό γράμμα είναι η αποστασιοποίηση του συγγραφικού υποκειμένου από τον παροξυσμό του πάθους του. Η χαλιναγώγηση της εμπειρίας προκειμένου να προκύψει μια ιστορία.
 
Ποια είναι η γνώμη σου για την σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία; Υπάρχουν καλά έργα; Είναι αρκετά;
Στην Ελλάδα υπάρχει το εξής παράδοξο. Ενώ έχουμε αρκετά μεγάλη παραγωγή για τα ελληνικά δεδομένα, δεν μπορείς εύκολα να βρεις συγγραφείς που διακρίνονται για το ύφος τους. Λείπει δηλαδή από την ελληνική συγγραφική σκηνή η χαρακτηριστική φωνή του εκάστοτε συγγραφέα. Προσωπικά διαβάζοντας ένα βιβλίο σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας νιώθω συχνά πως είναι διάφανο και πως μπορώ να διακρίνω όλες τις επιρροές του συγγραφέα ενώ τον ίδιο δεν τον βλέπω πουθενά. Με αυτό θέλω να πω πως το στοιχείο που μου λείπει από τη μεριά του αναγνωστικού κοινού, είναι ότι δεν υπάρχουν αρκετοί συγγραφείς με ξεχωριστή φωνή και συγγραφικό θάρρος. Φυσικά υπάρχουν και πολλές λαμπρές εξαιρέσεις. Μια περίπτωση που μου έρχεται στο μυαλό είναι αυτή της Ιωάννας Μπουραζοπούλου. Μου κάνει εντύπωση που το όνομά της δεν ακούγεται συχνότερα στους λογοτεχνικούς κύκλους ενώ πρόκειται για μια εξαιρετική συγγραφέα με μεστό λόγο και άρτια έργα.
 
Ποιος είναι ο αγαπημένος σου ξένος και ποιος Έλληνας συγγραφέας;
Έχω πολλούς αγαπημένους. Αν έπρεπε να ξεχωρίσω κάποιον που νιώθω πως εκφράζει με απόλυτη σαφήνεια τον τρόπο που βλέπω τη ζωή και την ιδανική λογοτεχνία, αυτός θα ήταν ο Φλωμπέρ. Λατρεύω τα βιβλία που αγγίζουν μια σχεδόν ακραία αντικειμενικότητα καθώς και την ειρωνεία μέσα σε μια λογοτεχνική σύνθεση. Από Έλληνες θα διάλεγα τον Σκαρίμπα.
 
Ποια είναι τα πέντε πιο αγαπημένα σου βιβλία, αυτά που θα έπαιρνες αν έπρεπε να περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου με αυτά σε ένα ξερονήσι;
Θα έπαιρνα βιβλία πλούσια σε λέξεις και νοηματικά υποστρώματα, βιβλία που έχω διαβάσει πολλές φορές και θα ήθελα να τα ξαναδιαβάσω και στο μέλλον γιατί νιώθω πως ακόμα δεν έχω εξαντλήσει τον πλούτο που περιέχουν μέσα τους: 1. Το Μαγικό Βουνό, Τόμας Μαν 2.Αισθηματική Αγωγή, Γκυστάβ Φλωμπέρ 3. Λολίτα, Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ 4.Λεξεις, Ζαν Πολ Σαρτρ 5. Ο Ηλίθιος, Φιόντορ Ντοστογιέφσκι.
 
Ετοιμάζεις κάτι συγγραφικό στο μέλλον;
Έχω ήδη ολοκληρώσει μια θεματική συλλογή διηγημάτων που έχει να κάνει κυρίως με θέματα που θεωρούνται κοινωνικώς ταμπού, η οποία θα εκδοθεί στο άμεσο μέλλον, ενώ παράλληλα απασχολούμαι με τη συγγραφή ενός νέου μυθιστορήματος που θα είναι εντελώς διαφορετικό υφολογικά και αφηγηματικά από το πρώτο.
 

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2018

«Ιούδας», Άμος Οζ


Εκδόσεις Καστανιώτη 2010, σελ 368
μετάφραση: ΚΟΕΝ ΜΑΓΚΥ

«Η αληθινή τραγωδία της ανθρωπότητας, έλεγε ο Σαλτιέλ, δεν είναι ότι οι καταδιωγμένοι και οι καταδυναστευμένοι λαχταρούν να απελευθερωθούν και να σηκώσουν το κεφάλι ψηλά. Όχι. Το χειρότερο είναι ότι οι καταδυναστευμένοι ονειρεύονται κρυφά να καταδυναστεύσουν τους δυνάστες τους. Οι καταδιωγμένοι ποθούν να γίνουν διώκτες. Οι σκλάβοι ονειρεύονται να γίνουν αφέντες. Όπως στο Βιβλίο της Εσθήρ».

Αν λάβει κανείς υπόψη ότι το όνομα του Ιούδα χρησιμοποιείται σχεδόν πάντα μόνο όταν αυτό είναι άκρως απαραίτητο, τότε ο τίτλος και μόνο του κορυφαίου αυτού έργου του Ισραηλινού πεζογράφου και διανοουμένου Άμος Οζ, μας δείχνει τόσο την βαρύτητα του πολύπλοκου αυτού μυθιστορήματος όσο και  τον σεβασμό με τον οποίο πρέπει να το διαβάσουμε. Φυσικά η πολυπλοκότητα, δεν έγκειται στον τρόπο γραφής ο οποίος είναι απλός και κατανοητός ενώ συγχρόνως άρτιος και μεστός, αλλά στο πολυεπίπεδο των νοημάτων του βιβλίου.

Η υπόθεση είναι μια όμορφη και μυστηριώδης ιστορία. Ιερουσαλήμ 1959. Ο Σμούελ, ένας νεαρός φοιτητής, κατά την διάρκεια της διπλωματικής του εργασίας με τίτλο «Οι εβραϊκές απόψεις για τον Ιησού», αναγκάζεται να διακόψει τις σπουδές του για βιοποριστικούς λόγους. Έτσι προσλαμβάνεται σε ένα σπίτι, από μια μυστηριώδη και ερωτική γυναίκα ώστε να κρατάει συντρόφια σε έναν εβδομηντάχρονο άντρα και να ανταλλάσσει μαζί του απόψεις για τα μείζονα θρησκευτικά, πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα και ζητήματα. Όμως ο Σμούελ αναστατώνεται ερωτικά από την παρουσία της γυναίκας αυτής, που συνδέεται με σιωνιστικό κίνημα, ενώ την ίδια στιγμή βρίσκεται μπλεγμένος να ερευνά για τον ρόλο του άντρα και την σχέση του με την γυναικά. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό.

Η ιστορία είναι έξυπνα δεμένη και κρατάει το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο. Είναι όμως προφανές ότι ο Οζ δεν θα έμενε εκεί, αφού η ιστορία αυτή είναι μόνο η αφορμή για να βάλει τον αναγνώστη στην διαδικασία να κατανοήσει την ιστορία αυτού του λαού, τον ψυχισμό μιας διχοτομημένης πόλης και ιδιαίτερα το πώς συνυπάρχουν ιουδαϊσμός και χριστιανισμός τόσο στην Ιερουσαλήμ, όσο και στο νου των ανθρώπων που ζουν εκεί.

Χωρίς φανατισμό και δόγματα αλλά με ώριμη και ψύχραιμη ματιά ο Οζ δημιουργεί ένα έργο αναφοράς που αποτυπώνει τα θέματα μέσα από την  αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Ιούδα.